ὁσιότης

ὁσιότης
-ητος + N 3 1-2-0-1-5=9 Dt 9,5; 1 Sm 14,41; 1 Kgs 9,4; Prv 14,32; Od 9,75
piety, holiness Dt 9,5
*1 Sm 14,41 ὁσιότητα holiness, symbols of truth -יםמִּתֻּ Thummim? for MT ָתִמים complete; *Prv 14,32 τῇ ἑαυτοῦ ὁσιότητι his piety-תמו for MT מותו his death
Cf. CAIRD 1968b=1972 124; DODD 1954, 62-64; LARCHER 1984, 568-569

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὁσιότης — disposition to observe divine law masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσιότητα — ὁσιότης disposition to observe divine law masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσιότητι — ὁσιότης disposition to observe divine law masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσιότητος — ὁσιότης disposition to observe divine law masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οσιότητα — η (ΑΜ ὁσιότης, ητος) [όσιος] 1. η συμπεριφορά σύμφωνα με τον θείο νόμο, ευσέβεια, αγιότητα («μόρια [τῆς ἀρετῆς] ἐστὶν ἡ δικαιοσύνη καὶ σωφροσύνη καὶ ὁσιότης», Πλάτ.) 2. τιμητική προσφώνηση ιερωμένων («τοῑς γράμμασι τῆς σῆς ὁσιότητος», Βασ.) αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • Philo — (20 BC 50 AD), known also as Philo of Alexandria (gr. Φίλων ὁ Ἀλεξανδρεύς), Philo Judaeus, Philo Judaeus of Alexandria, Yedidia and Philo the Jew, was a Hellenistic Jewish philosopher born in Alexandria, Egypt. Philo used allegory to fuse and… …   Wikipedia

  • καθοσιότης — καθοσιότης, ἡ (Α) ο θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὁσιότης (< ὅσιος)] …   Dictionary of Greek

  • όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… …   Dictionary of Greek

  • ԱՄԲԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0056 Chronological Sequence: Early classical, 10c գ. ԱՄԲԾՈՒԹԻՒՆ որ եւ ԱՆԲԾՈՒԹԻՒՆ. ἁκακία, ὀσιότης innocentia, probitas, sanitas Անարատութիւն. անմեղութիւն. սրբութիւն. անկեղծութիւն. պարզութիւն. ... *Ըստ ամբծութեան (կամ անբծութեան) իմում՝… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՍՏՈՒԱԾԱՅՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0327 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 12c գ. θεότης divinitas Աստուածային գոլն Աստուծոյ. աստուածութիւն. *Առ աստուածայնութեան բնութեան անհասանելի է խորհրդոց մարդկան Աստուած. Պրպմ.: Եւ τὸ θειότατον divinisimum esse… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՐԺԱՆԱՒՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0357 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c գ. ἁξιότης, ἁξία dignitas, dignatio Արժանաւորն գոլ. արժանի գտանիլն. իրաւացի արժանիք, եւ արդիւնք վաստակոց. որպէս եւ Լաւութիւն իրաց. ... *Արդարութիւն է… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”